ὀργανιστά

ὀργανιστά
ὀργανιστά̱ , ὀργανιστής
waterworks-engineer
masc nom/voc/acc dual
ὀργανιστής
waterworks-engineer
masc voc sg
ὀργανιστής
waterworks-engineer
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καμπεθόν, Αντόνιο ντε- — (Antonio de Cabezon, Καστροχερίθ 1510 – Μαδρίτη 1566). Ισπανός συνθέτης. Ήταν τυφλός εκ γενετής αλλά χάρη στη δεξιοτεχνία του ως οργανίστας (είχε επονομαστεί Ισπανός Μπαχ) και στους τεχνικούς νεωτερισμούς που εισήγαγε στον χώρο των πληκτροφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπριέλι, Τζοβάνι — (Giovanni Gabrieli, Βενετία 1557 – 1612). Ιταλός συνθέτης και οργανίστας. Ανιψιός και μαθητής του Αντρέα Γκαμπριέλι (βλ. λ.), έγινε όπως και εκείνος περισσότερο γνωστός έξω από τα σύνορα της γενέθλιας πόλης του. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Μπλούμφιλντ, Μάικλ — (Michael Bloomfield, Σικάγο 1943 – Σαν Φραντσίσκο 1981). Αμερικανός κιθαρίστας, μουσικοσυνθέτης. Ξεκίνησε να παίζει και να ηχογραφεί με μη παραγνωρισμένους μουσικούς της μπλουζ, όπως οι Σλίπι Τζον Έστες, Γιανκ Ράσελ και Μπιγκ Τζο Γουίλιαμς. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίκνερ, Γιόζεφ Άντον — (Joseph Anton Bruckner, Ανσφέλντεν 1824 – Βιέννη 1896). Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε, σύμφωνα με τις προσδοκίες και την παράδοση της οικογενείας του, σπουδές για να γίνει δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης, τελικά όμως αφιερώθηκε στη μουσική,… …   Dictionary of Greek

  • Ραμό, Ζαν - Φιλίπ — (Rameau, Ντιζόν 1683 – Παρίσι 1764). Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Περίφημος ήδη από τα εφτά του χρόνια ως βιρτουόζος του κλαβεσέν, κράτησε με αίγλη –ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1701– τη θέση του οργανίστα σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Ρέγκερ, Mαξ — (Reger, Μπραντ, Βαυαρία 1873 – Λιψία 1916). Γερμανός συνθέτης. Παράλληλα με τη μακρόχρονη εργασία του ως καθηγητή (δίδασκε πιάνο, αντίστιξη και σύνθεση στο Βισμπάντεν, το Μόναχο και τη Λιψία) και τις εκλεκτές εμφανίσεις του ως πιανίστα, οργανίστα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”